- οἰκοσόος
- οἰκο-σόος, ον,A maintaining the house, of an economical wife, opp. οἰκοφθόρος, Max.98: poet. [full] οἰκοσσόος Nonn.D. 21.270.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικοσόος — οἰκοσόος, ον, ποητ.τ. οἰκοσσόος, ον (Α) (για προσεκτική στα οικονομικά θέματα σύζυγο) αυτή που σώζει το σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σόος (< σόος, ιων. τ. τού επιθ. σῶος «σωτήριος»), πρβλ. πολισόος, τεκνο σόος] … Dictionary of Greek
οἰκοσόον — οἰκοσόος maintaining the house masc/fem acc sg οἰκοσόος maintaining the house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek